1. Ο εμπορευόμενος δεν εφαρμόζει μεταξύ των μέσων πληρωμής που αποδέχεται, για λόγους που σχετίζονται με την ιθαγένεια, τον τόπο διαμονής ή προσωρινής διαμονής ή τον τόπο εγκατάστασης του πελάτη, την τοποθεσία του λογαριασμού πληρωμών, τον τόπο εγκατάστασης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή τον τόπο έκδοσης του μέσου πληρωμών εντός της Ένωσης, διαφορετικές προϋποθέσεις για μια πράξη πληρωμής, όταν:
α) η πράξη πληρωμής γίνεται με ηλεκτρονική συναλλαγή μέσω μεταφοράς πίστωσης, άμεσης χρέωσης ή μέσου πληρωμής με κάρτα του ίδιου εμπορικού σήματος πληρωμής και της ίδιας κατηγορίας·
β) οι απαιτήσεις εξακρίβωσης ταυτότητας εκπληρώνονται σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/2366· και
γ) η πράξη πληρωμής γίνεται σε νόμισμα που δέχεται ο εμπορευόμενος.
2. Εφόσον αντικειμενικώς δικαιολογείται, η απαγόρευση της παραγράφου 1 δεν εμποδίζει τον εμπορευόμενο να καθυστερήσει την παράδοση των αγαθών ή την παροχή της υπηρεσίας, έως ότου λάβει επιβεβαίωση ότι η πράξη πληρωμής έχει δρομολογηθεί ορθά.
3. Η απαγόρευση της παραγράφου 1 δεν εμποδίζει τον εμπορευόμενο να ζητήσει επιβαρύνσεις για τη χρήση μέσου πληρωμής με κάρτα για το οποίο οι διατραπεζικές προμήθειες δεν ρυθμίζονται βάσει του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) 2015/751 και για τις υπηρεσίες πληρωμών για τις οποίες δεν ισχύει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012, εκτός εάν η απαγόρευση ή ο περιορισμός του δικαιώματος να ζητείται επιβάρυνση για τη χρήση μέσων πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 62 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 έχει ενσωματωθεί στο δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπόκεινται οι δραστηριότητες του εμπορευόμενου. Αυτές οι επιβαρύνσεις δεν υπερβαίνουν τα άμεσα έξοδα που επιβαρύνουν τον εμπορευόμενο για τη χρήση του μέσου πληρωμών.